υφαντήριο

υφαντήριο
το, Ν
1. εργαστήριο κατασκευής υφασμάτων
2. αίθουσα υφάνσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντής + κατάλ. -τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντήριον, μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Αθήναιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργείο — το υφαντήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”